- πυκνοφθάλμους
- πυκνόφθαλμοςwith thick-set eyesmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκνόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek